- ἐξαντλοῦντας
- ἐξαντλέωdrainpres part act masc acc pl (attic epic doric)ἐξαντλέωdrainpres part act masc acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαντλώ — (AM ἐξαντλῶ, έω) [αντλώ] καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ («μετὰ τῶν ἑταιρῶν ἐξαντλοῡντα ἤ τὸ πᾱν ἤ τὸ πολὺ τῆς οὐσίας», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. (για αφηρημ. ιδιότητες, έννοιες, πράγματα κ.λπ.) χρησιμοποιώ, διαθέτω πλήρως («εξαντλήθηκε η υπομονή μου») 2.… … Dictionary of Greek